διανοούμαι — διανοούμαι, διανοήθηκα βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… … Dictionary of Greek
διανοούμαι — διανοήθηκα, σκέφτομαι βαθιά, σχολαστικά, στοχάζομαι: Δε θέλω να διανοηθώ το χωρισμό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
προδιανοούμαι — έομαι, Α [διανοοΰμαι] διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι εκ τών προτέρων («μηδὲν προδιανοηθείς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
проразумеваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (προνοοῦμαι) предвижу (3 Макк. 3, 17), (διανοοῦμαι) понимаю… … Словарь церковнославянского языка
αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
διάνοια — η (AM διάνοια Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [διανοούμαι] 1. πνεύμα, νους, μυαλό 2. ικανότητα τού ανθρώπου να σκέπτεται μσν. συνήθεια αρχ. 1. λογισμός 2. ιδέα, έννοια, γνώμη 3. σημασία λέξης ή χωρίου … Dictionary of Greek
διανοητής — ο (Α διανοητής) [διανοούμαι] διανοούμενος, στοχαστής αρχ. ο φρόνιμος, ο συνετός … Dictionary of Greek
διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… … Dictionary of Greek